- κοχλιακός
- -ή, -ό [κοχλίας]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοχλία τού αφτιού (α. «κοχλιακό νεύρο» β. «κοχλιακός πόρος»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cochlear < αγγλ. cochlea (< λατ. cochlea < κοχλίας) + κατάλ. -ar].
Dictionary of Greek. 2013.